κέστρος 11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεστρίον — κεοτρίον, τὸ (Α) επιγρ. (υποκορ. τού κέστρος*) μικρό βέλος για κεστροσφεσδόνη* … Dictionary of Greek
κεστρίων — κεστρίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)